ἰβηρίς

ἰβηρίς
ἰβηρίς, -ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: plant-name, `pepperwort, Lepidium' (Damocr. ap. Gal., Aët. ap. Ps.-Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From the home-country Ίβηρία; Strömberg Pflanzennamen 124f. (?). Diff. Alessio Studi etr. 15, 205ff. (Aegean like ἰβίσκος (s.v.), ἰβάνη a. o.).
Page in Frisk: 1,707

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιβηρίς — ἰβηρίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό λεπίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Ιβηρία, απ όπου έχει την προέλευσή του το φυτό] …   Dictionary of Greek

  • ἰβηρίς — pepperwort fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβηρίδα — ἰβηρίς pepperwort fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβηρίδι — ἰβηρίς pepperwort fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβηρίδος — ἰβηρίς pepperwort fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβηρίδων — ἰβηρίς pepperwort fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰβηρίσιν — ἰβηρίς pepperwort fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίβερης — και ίμπερη, η αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης καπαρώδη και τής οικογένειας σταυρανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. iberis (πρβλ. ιβηρίς)] …   Dictionary of Greek

  • καρδαμίνη — (Cardamine). Φυτό της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), του οποίου πολλά είδη έχουν γεύση ανάλογη με τη γεύση του κάρδαμου. Το γνωστότερο είδος είναι η κ. η λιβαδική, που διακρίνεται για τα δύο ειδών φύλλα της: αυτά που βρίσκονται προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”